Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑΡΘΡΑΚΟΙΝΩΝΙΑ

Κλεμμένα όνειρα από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο του ‘65

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Α. Γ. ΚΑΛΛΗ*

Δρόμοι φαντάσματα σε μια πόλη που γερνάει … Σκοτάδια σ’ ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό … Όνειρα πάνω απ’ το παλιό τζάκι στο μισογκρεμισμένο πλίθρινο σπίτι. Κοιτάζω έξω απ’ το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο. Βρέχει … βρέχει ήλιους, παλάτια, δράκους, γοργόνες, τέρατα που δραπέτευσαν από τα παραμύθια της γιαγιάς ένα κάποιο έτος … μια κάποια βραδιά, ένα κάποιο χειμώνα … όταν όλα άρχιζαν και τελείωναν με το: «μια φορά κι έναν καιρό…» .



Γυρίζω άθελά μου πίσω. Καθώς ξεπροβάλει από την ξύλινη πόρτα που τρίζει, μια γλυκιά γνώριμη φιγούρα, σαν ένα ξωτικό πάνω σε μια απέραντη θεατρική σκηνή … «Θα ‘θελες» λέει «κάτι να σου φτιάξω πρόχειρο; Δε θα ‘χεις φάει τίποτα σήμερα … κουράζεσαι … κάτσε … κάτσε λίγο κοντά μου να τα πούμε…».

Βρέχει, και σκέφτεσαι πως όλα αυτά (ως απόηχος μιας άλλης εποχής) μπορεί και να ‘ναι αλήθεια … μοιάζουν με αλήθεια … μα μέσα σου ξέρεις … ξέρεις καλά, πως όλα τούτα είναι μια ψευδαίσθηση, μια φαντασίωση, μια σκηνή από μια παλιά ταινία που διαρκεί μέχρι ν’ ανοίξουνε τα φώτα και να χαθεί για πάντα η μαγεία, η γλυκιά προσμονή, όμοια μ’ εκείνη μιας πυγολαμπίδας που περιμένει τη νύχτα να ξετυλίξει την ομορφιά των χρωμάτων της, ή όπως ένας φθινοπωρινός αέρας που παρασέρνει τα κιτρινισμένα φύλλα του δρόμου σ’ ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο βαλς.

Σβήνουν τα φώτα  κι απ’ το παράθυρο έρχεσαι αντικριστά με τον απέραντο έναστρο ουρανό, που εντός του ζουν ως προβολές, τ’ απατηλά όνειρα μιας νιότης που αναζητά εναγωνίως το άφθαρτο μιας αέναης σχέσης που καθορίζεται άλλοτε απ’ την ζωή (αυτή καθ’ εαυτή) κι άλλοτε απ’ τον θάνατο αγαπημένων προσώπων, που καθορίζουν την ζωή ημών των ρομαντικών, αφελών κι ονειροπόλων.

Και κάπου εκεί λοιπόν, γύρω στα 1970 καθώς χαμήλωνα το φως στο κλειστό δωμάτιο, στη σάλα όπως την έλεγαν, που ήταν κυρίως για τους ξένους, στο πλίθρινο πατρικό μου σπίτι, με τα μεγάλα προπολεμικά παράθυρα, άνοιγα το ραδιόφωνο (ένα παλιό Γκρούντικ του ’50), από το οποίο ξεπρόβαλε ένα κίτρινο φως, που φώτιζε αμυδρά όλα τα αντικείμενα, και τις παλιές μαυρόασπρες οικογενειακές φωτογραφίες συγγενών, που είχαν φύγει απ’ τη ζωή, και κρέμονταν στον τοίχο (κατά τα συνήθη) κοιτώντας σε με μια απόλυτη αυστηρότητα.

Η σάλα, που ως μέρος ενός τελετουργικού, απέπνεε μια μελαγχολία μέσα απ’ την απόλυτη τάξη του κάθε αντικειμένου της, βρίσκονταν εκεί περιμένοντας το απρόβλεπτον μιας καθ’ όλα ελεγχόμενης και αυστηρά δομημένης ζωής όσων προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν στα δύσκολα δρώμενα μιας εποχής. Λίγο πιο πέρα το μπαγιού της γιαγιάς, ο παλιός σκαλιστός καθρέπτης, η τραπεζαρία, η ανθοστήλη, τα κιτρινισμένα γράμματα και τα μπιμπελό στη γυάλινη βιτρίνα μαζί με τα σπιτικά λικέρ. Μέσα σ’ αυτήν τη μυσταγωγία άρχιζε (πότε στα μεσαία και πότε στα βραχέα) το μουσικό ταξίδι και η περιπλάνηση από χώρα σε χώρα, από εποχή σε εποχή, μέχρι εκείνο το απόγευμα που το σπίτι γκρεμίστηκε λόγω των ρωγμών που είχε υποστεί απ’ το μεγάλο σεισμό. Υποχώρησε αυτό, υποχώρησαν και οι μνήμες μετ’ αυτού, παραχωρώντας την θέση τους σε κάτι ολότελα άγνωστο, απείθαρχο και απρόσμενο.

Έτσι τώρα, κρατάω στην καρδιά μου ότι έχει απομείνει από τότε. Μια εικόνα. Κυριακή μεσημέρι. Το τετράγωνο ξύλινο τραπέζι απ’ το παλιό εστιατόριο του πατέρα, ο ξυλόγλυπτος μεγάλος καθρέπτης, η σόμπα με το τσαγιερό που άχνιζε όπως ακριβώς τα πλοία που έφευγαν από τον Πειραιά για Αμερική, ένα γυάλινο βάζο με ένα μπουκέτο κρινάκια, η γάτα αμέριμνη νωχελική, να γουργουρίζει δίπλα στη φωτιά, ένα ημερολόγιο διαφημιστικό του καφέ «Λουμίδη» κρεμασμένο στον φρεσκοβαμμένο τοίχο για να θυμίζει στο γηραιό ζευγάρι τις μέρες που φεύγουν, το υπόλοιπο του χρόνου που προσδοκά ένα «κάτι», ένα ελάχιστο χαράς μέσα απ’ το ετήσιο «στρατευμένο» εορτολόγιο. Λίγο πιο ‘κεί, το παλιό ελβετικό στρογγυλό ρολόι με το μονότονο ρυθμό, και οι καρφιτσωμένες στον καθρέπτη φωτογραφίες μιας άλλης εποχής με πρόσωπα της οικογένειας. Το φαΐ ν’ αχνίζει πάνω στο τραπέζι, και το ραδιόφωνο να παίζει ταξιδεύοντας τα όνειρα, τα πάθη, τις μνήμες, τα λάθη.

Βάλσαμο; Ανακωχή; Καταφύγιο; Ποια λέξη θα ταίριαζε άραγες σ’ εκείνο το τετράγωνο κυριακάτικο τραπέζι με τα αρώματα απ’ τα φαγητά να ξεχύνονται στην μικρή κάμαρα που δεν χώραγαν μυστικά παρά μονάχα η μαγεία μιας εποχής που δεν επαιτούσε αλλά απαιτούσε μια καλύτερη ζωή, κάτω απ’ το εικονοστάσι, νύχτα, καθώς τρεμόσβηνε η μικρή φλόγα του καντηλιού, και οι Άγιοι πάνω στις εικόνες άλλαζαν διαρκώς εκφράσεις, κοιτώντας σε άλλοτε αυστηρά κι άλλοτε γαλήνια έως αδιάφορα δημιουργώντας σου ενοχές για όσα ίσως θα έπρεπε να είχε πράξει την μέρα εκείνη κατά τας γραφάς ή … άνευ αυτών.

Κρατάω στην καρδιά μου κι εσένα μάνα … ανήσυχη, λεπτή και ευαίσθητη με κινήσεις διακριτικές να προσπαθείς να επιβάλλεις την παρουσία σου σ’ εκείνη τη γωνιά του τραπεζιού ως κάτι νέο που συναντούσε το παλιό, θέλοντας εναγωνίως να το βελτιώσει, να το αλλάξει, να το ανατρέψει, να το κανακέψει, να το εξανθρωπίσει, ομορφαίνοντάς το όπως η ψυχή σου.

Θα ήθελα λοιπόν να σου πω ξανά έστω για λίγο … «Καλά Χριστούγεννα», ν’ απλώσω το μικρό χεράκι κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο του ’65, που βρισκόταν πάνω στο ίδιο τετράγωνο τραπέζι του παλιού εστιατορίου, και να ξετυλίξω τα όσα σκέπτομαι, τα όσα ονειρεύομαι, τα όσα ακόμη θέλω να βρεθούν κάτω απ’ αυτό το δέντρο, μαγικά … όπως τότε, καθώς θ’ αλλάζει ο χρόνος κι οι προσδοκίες θα ανοίγουν τα πανιά της ελπίδας στο πέλαγος της χαράς έστω και εικονικά.

Θα ‘θελα σ’ εκείνη τη μικρή πλίθρινη κάμαρα του παππού και της γιαγιάς, με το μικρό μπαλκονάκι, με τα πολλά λουλούδια στις πολύχρωμες πήλινες γλάστρες, που έβλεπε στο καμπαναριό της εκκλησίας, να γευτώ (αν και γκρίνιαζα τις πιο πολλές φορές) εκείνα που συνόδευαν την «ιεροτελεστία» του μεσημεριού, ανάμεσα στα γέλια, τις παλιές ιστορίες των μεγάλων, τα τραγούδια και τα εδέσματα που απελευθέρωναν τ’ αρώματα από μια πανάρχαιη τέχνη μιας άλλης εποχής, που ήθελε το χρόνο της για να αναστηθεί, κυριαρχώντας δεσποτικά στο χώρο.
Θα ήθελα να σταθώ απέναντί σου, να κοιτάξω για λίγο στα δικά σου μάτια και να ξαναθυμηθώ, εκείνη τη γυαλάδα, το φως, το παράπονο, τη χαρά, όταν όλα είχαν πάει καλά, και τα τελευταία μου παιδιάστικα δάκρυα είχαν στεγνώσει, ξεχνώντας τ’ άσχημα που τα είχαν προκαλέσει, όπως ένα πλοίο που ξεμακραίνει από την προβλήτα μέχρι να χαθεί για πάντα στο απέραντο μιας θάλασσας που ελογχεύει κινδύνους μα και χαρές ατελείωτες.
Είναι μεσημέρι και το παλιό εγγλέζικο ποδήλατο του πατέρα, σεργιανάει στους χωμάτινους δρόμους με τα μπακάλικα, τα υαλοπωλεία, τα εμποροραφεία και τις παλιές βιτρίνες, με τις κομψές κούκλες που ετοιμάζονται λες για την βραδινή χοροεσπερίδα στο παλιό καφενείο ανάμεσα στα μαρμάρινα τραπεζάκια τα νεανικά καρδιοχτύπια και τα τραγούδια απ’ το αμερικάνικο τζουκ μποξ να δραπετεύουν απ’ την μετεμφιλιακή καταχνιά.
Είναι μεσημέρι και από την χάρτινη φάτνη ξεπροβάλλουν σαν από όνειρο όλα εκείνα που δημιουργούσαν τη μαγεία των ημερών. Μικροσκοπικά στολίδια πασπαλισμένα με αστερόσκονη που επάνω τους αντανακλούσε το φως από τα χρωματιστά πολύχρωμα φωτάκια, που αναβόσβηναν ρυθμικά παραποιώντας τα πρόσωπα που πλησίαζαν τις γυάλινες αστραφτερές μπάλες, που αμήχανα αιωρούνταν ανυποψίαστες σ’ ένα σύμπαν που εγκλωβίστηκε έστω και για λίγο στα μάτια ενός παιδιού, και σ’ ένα προπολεμικό πλίθρινο δωμάτιο μ’ ένα τετράγωνο ξύλινο τραπέζι εστιατορίου «υπό την σκιάν» ενός δέντρου του ’65, που αντί για χιόνι στα κλαδιά του είχε βαμπάκι κι ένα χάρτινο αστέρι πασπαλισμένο με ασημόσκονη στη κορυφή του, που έβλεπε από ψηλά τους χάρτινους ήρωες και δυο μικρά χεράκια που αναζητούσαν το υπέρλαμπρο άστρο, το φως εκ του φωτός, σ’ αυτήν την ταπεινή κατασκευή του ονείρου μιας άλλης εποχής.

Καλά Χριστούγεννα.

Αριστοτέλης Γ. Καλλής
Επ. Πρ. Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας
Πτ. Πολιτ. Τμήματος Νομικής Σχολής Αθηνών
nemeahistory