Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑΡΘΡΑΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μην ξεκλειδώσετε δεν ξέρω που να πάω…

Από σήμερα άκουσα οι μάσκες δεν είναι υποχρεωτικές στα ΜΜΜ.. Κάθομαι στριμωγμένη στο μετρό ανάμεσα στις υπόλοιπες σαρδέλες. Κοιτάζω. Μάσκες παντού. Η μαγνητοφωνημένη εντολή συνεχίζει να φωνάζει πάνω από τα κεφάλια ΑΧΤΟΥΜ ΑΧΤΟΥΜ… Κι εκείνη η κοπέλλα στη γωνιά φοράει 2 μάσκες και γάντια. Νομίζω πως η ζημιά που έχει γίνει είναι τεράστια. Ανθρωποι που έχασαν για πάντα τη ζωή τους όχι γιατί πέθαναν, αλλά γιατί έζησαν σαν ετοιμοθάνατοι. Ενοιωσαν, ακόμα και στα νεαρά, άβγαλτα ακόμα μυαλά τους εκείνο το παγερό άγγιγμα που επιτρέπεται να νοιώθουν μόνο όσοι έχουν λόγο σοβαρό… στο τέλος της ζωής.




 

Είναι το παράδοξο της φυλακής για κάποιον που έκανε πολύ καιρό εκεί μέσα. Είναι η ξεκλείδωτη πια πόρτα, όμως ο κάτοικος του κελιού δεν θέλει να φύγει. Στέκει εκεί κοιτάζει, κάνει ένα βήμα και διστάζει να διασχίσει εκείνη τη ρίγα που χωρίζει την ύπαρξη από την ανυπαρξία. Δυο βήματα πίσω, σ΄αυτό που ξέρω που με κάνει να νοιώθω ασφάλεια. Δυο βήματα πίσω και δυο μάτια που αναζητούν απεγνωσμένα το δεσμοφύλακα. Να διαβεβαιώσει πως θα είναι εκεί να με προσέχει σαν αυτόκλητος πατερούλης. Να με μαλώνει όταν κάνω λάθος. Να με τιμωρεί αν είμαι ανυπάκουος.

Μια κοινωνία που δεν ωρίμασε ποτέ, βολεμένη στα υποκοριστικά της, σώματα μαθημένα να κάνουν βόλτες γύρω από τις σόλες των παπουτσιών, απειλήθηκε με θάνατο σε περίπτωση που προσπαθούσε να ξύσει λίγο εκείνες τις πληγές στη πλάτη που είχαν μείνει από τα σπαμένα φτερά. Μια κοινωνία που την εκπαίδευσαν άριστα οι δαιμόνιοι χειραγωγοί των ανθρώπινων ψυχών να λέει μάλιστα με αντάλλαγμα ένα μίζερο καταφύγιο, μια ησυχία ανωνυμίας και παράδοσης σ΄εκείνους που ξέρουν περισσότερα.

Θυμάστε εκείνο το παλικάρι που γελάγαμε που είχε μείνει στη Λισσαβώνα να πανηγυρίζει όταν τα φώτα είχαν πια σβήσει και οι φίλαθλοι είχαν τραβήξει το δρόμο της επιστροφής. Εκείνος ήθελε να μείνει για πάντα εκεί να ζει ξανά και ξανά το θρίαμβο. Αυτοί οι ταλαίπωροι που τα μάτια τους είναι καλωδιωμένα στις προσταγές μιας απάνθρωπης εξουσίας, θα μείνουν εκεί, με μάσκες, με γάντια, με ανθρωποφοβία, κοινωνιοπαθείς, μέσα στο κελί μιας ψυχής φυλακισμένης στα γρανάζια μια υπόγειας απειλής. Αν κάνεις αυτό, θα πάθεις εκείνο.

Οι εγκληματίες με περίσσιο θράσος περιφέρονται και ζητούν αποδοχή. Ζητούν αναγνώριση των μεγάλων επιτυχιών που έχουν στο βιογραφικό τους που είναι η εξής μία. Τρόποι υποταγής των δούλων. Το τραγικό βέβαια είναι πως εκείνοι που δεν θα περάσουν τη γραμμή δεν βλέπουν καν πως είναι κελί, σαν φωλίτσα το αισθάνονται, Δεν αναγνωρίζουν καν τους τυράννους, σαν πατερούληδες τους βλέπουν.

Δεν θα φύγουν ποτέ… γιατί δεν ξέρουν που να πάνε.

fantastikeskatastaseis