Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑΡΘΡΑΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μην ρωτάς τους άλλους αν μπορείς να Ζήσεις

Όταν το χεις περάσει κι εσύ, μαθαίνεις εύκολα ν΄αναγνωρίζεις όσους πάλεψαν με το παλιό σκοτάδι. Και γύρισαν. Είναι συνήθως , αφηρημένοι, κοιτάνε κάπου με προσοχή που οι υπόλοιποι δεν μπορούν να δουν τίποτα, έχουν μια δόση κυνικότητας που εναλλάσσεται με ξεσπάσματα παιδιάστικης τρυφερότητας. Είναι αφορισμένοι και πιστοί συνάμα. Ευλογημένοι πεισματάρηδες…




 

Είναι πλάσματα που μπορούν να ερωτευτούν τα πάντα και το ένα, με τόση φυσικότητα σαν να μην έχει κατορθώσει καμιά ασχήμια να ρίξει αμφιβολία στη λαχτάρα τους για ζωή. Μπορούν να αγαπήσουν διασχίζοντας το μίσος, να κάνουν ειρήνη την ώρα που ο πόλεμος έχει φτάσει στη πιο κρίσιμη καμπή, να μουσκεύουν στη βροχή χωρίς ν΄αγγίζει τη φωτιά μέσα τους.

Είναι οι άνθρωποι που πάνε ενάντια στους καιρούς με θράσος που περισσεύει, έχοντας υποτάξει εκείνα τα μικρά ανόητα φαντάσματα που παριστάνουν την κανονικότητα της ανθρώπινης ζωής. Χαμογελούν, αγκαλιάζονται, αγαπιούνται αγνοώντας τις υποδείξεις πως όλα ίδια είναι.

Ναι είναι εκείνοι που ανάμεσα στα ίδια ξεχώρισαν τα άλλα. Τράβηξαν έξω από τη παγερή τάξη τη γοητεία του χάους. Λαχτάρησαν να αγκαλιαστούν, να φιληθούν, να ερωτευτούν χωρίς φόβο μέσα στη τρομοκρατία ενός υποκριτικού καθωσπρεπισμού, μιας ζηλόφθονης αδυναμίας ευτυχίας.

Άνθρωποι που επέλεξαν το όνειρο από τον εφιάλτη.
Τον ενθουσιασμό από την απάθεια.
Τη λαχτάρα από την εγκατάλειψη.
Τη φλόγα από το πάγο.
Τη λάμψη από το γκρι.

Μην προσπαθείτε να τους λυγίσετε, να τους προειδοποιήσετε, να τους κάνετε ν΄αλλάξουν βλέμμα, να σβήσουν το χαμόγελο, να χαλαρώσουν το σφιχτό αγκάλιασμα, μην τους ζητήσετε να γίνουν,

είναι ήδη και είναι αυθεντικοί , ερωτεύονται μια λέξη, μια λάμψη, ένα αφημένο παλτό σε μια καρέκλα, ένα νεύμα, ένα ίχνος από άρωμα, ένα σημείωμα γραμμένο στη τύχη, μια ξαφνική φωνή μέσα στη σιωπή, ένα κοίταγμα φευγαλέο που έκλεισε το μάτι, ερωτεύονται το αυθόρμητο, το υπέροχο που μπορούν να διακρίνουν ακόμα και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.

Έλεγε ο ποιητής “μοιάζω με έναν άνθρωπο που γυρίζει συνεχώς μ΄ενα κεραμίδι στο χέρι του για να βρει που είναι το σπίτι του”. Υπάρχουν άνθρωποι που αυτό το κεραμίδι το τοποθέτησαν μ΄ενα τρόπο μοναδικό να μην μπορεί κανείς πια να το αφαιρέσει. Που ταίριαξαν το όνειρο με τη πραγματικότητα, την επιθυμία με τη πραγματοποίηση, και που δεν διαψεύστηκαν από καμία Κασσάνδρα.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι μονάχοι, γιατί ο δικός τους κόσμος καθρεφτίζεται στο κόπο, στην επιμονή, στη φροντίδα που έδωσαν όταν καλλιέργησαν το χωράφι τους, κι αυτό έβγαλε καρπούς γερούς, και τους γεύονται. Άνθρωποι δυο που γίνονται ένας, δεν μπορούν ποτέ να είναι μόνοι.

Ας τους αφήσουμε να είναι ξεχωριστοί για να θυμίζουν στους υπόλοιπους, πως τίποτα δεν γίνεται στη τύχη , τα πάντα μπορούν να γίνουν όταν αληθινά τα ζητήσεις, έχοντας αφαιρέσει από μέσα σου κάθε δειλία, κάθε ψέμα, κάθε μικρότητα που σε αναγκάζει να γονατίζεις.

Γιατί για να ζήσεις κοιτώντας τον ήλιο κατάματα, πρέπει να μη φοβηθείς πως θα σου κάψει τα μάτια, για κολυμπήσεις σε βαθιά νερά, πρέπει να μη φοβηθείς πως θα πνιγείς, για να ερωτευτείς, να αγαπήσεις απόλυτα και να το ζήσεις, πέρα από κάθε όριο, κάθε πρέπει, ίσως, μπορεί, μάλλον όχι, αποκλείεται , που σου έχουν εμφυσήσει η πορεία των άλλων, πρέπει να μην αφήσεις κανέναν να σε πείσει πως αυτό είναι ανέφικτο.

Και για να μην πείθεσαι από κανένα, είναι απαραίτητο να έχεις περάσει το προσωπικό σου δικαστήριο, να έχει βγει η απόφαση, να έχεις εκτίσει τη ποινή , και καθώς θα βγεις από τη φυλακή, στην έξοδο, θα σε περιμένει η ζωή που είχες όλο το καιρό να ανακαλύψεις πολεμώντας τους δαίμονες σου και νικώντας τους κατά κράτος.

Η προσωπική μας ευτυχία δεν μπορεί να υπάρξει αν εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε άξιοι να την αναγνωρίσουμε, να την καλέσουμε και να την διεκδικήσουμε. Μόνο τότε εκείνη θα μας κοιτάξει στην αρχή παραξενεμένα, και όταν καταλάβει πως το εννοούμε , μόνο, τότε θα είναι δική μας.

Συνήθης Ύποπτος