Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου, 2024
ΑΡΘΡΑΚΟΙΝΩΝΙΑ

Πόσους αγγίζει η φτώχεια; Για να μετρηθούμε..

Μια συγκλονιστική κατάθεση ψυχής για όσα ζουν οι περισσότεροι, σε μια εποχή που απλά προσπαθείς να επιβιώσεις.

Τζίνα Σωτηροπούλου

Τις προάλλες, ταράχτηκα όταν έπεσα πάνω σε ποστ διαδικτυακής φίλης που έγραφε: «Έφτασε η μέρα που φοβόμουν: δεν έχω χρήματα να πληρώσω το ενοίκιο. Βασικά δεν έχω χρήματα για τίποτα».

Ταράχτηκα όχι γιατί μου φάνηκε περίεργο. Ούτε σοκαρίστηκα από τα λεγόμενά της. Τουναντίον. Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε σε αντίστοιχη φάση. Ταράχτηκα που το είδα γραμμένο. Είναι αλλιώς να αποτυπώνεται κάτι γραπτώς, θέλει σκέψη, διεκδικεί κουράγιο, απαιτεί σθένος. Ταράχτηκα με την ιδέα πού στο διάολο βρήκε το θάρρος να το ξεστομίσει. Λιτό, μεστό, περιεκτικό. Μαχαιριά στην καρδιά.



 

Ήταν ένας τρόπος να ζητήσει βοήθεια. Να το πει και να ξαλαφρώσει. Να το μοιραστεί. Και κάπου μπράβο της, σκέφτηκα. Όσο μιλάμε για αυτά που μας απασχολούν, όσο δεν κλεινόμαστε στο καβούκι μας να κλαίμε την μοίρα μας, τόσο κατανοούμε πώς δεν είμαστε μόνοι. Πώς δεν συμβαίνουν μόνο σε εμάς όλα αυτά τα ακατανόμαστα συμβάντα, για να παραφράσουμε τον Μπαντιού. Εν έτει 2023 μια πενηντάρα γυναίκα, με ανώτατες σπουδές, δημοσιογράφος, ντουκουμενταρίστρια, ψηφιακή καλλιτέχνις, με δυο παιδιά που μεγαλώνει μόνη της, να δηλώνει «βασικά δεν έχω χρήματα για τίποτα». Θα έπρεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Κατηγορηματικά όχι. Αλλά μήπως σας θυμίζει κάτι αυτό;

Ας μιλήσουμε λοιπόν μπας και καταφέρουμε να μην το χάσουμε εντελώς. Οι περισσότεροι από εμάς την βγάζουμε τσίμα τσίμα, ή δεν την βγάζουμε καθόλου, χρωστάμε ενοίκια γραφείου και πληρώνουμε όταν μας πληρώνουν, χρωστάμε δόσεις δανείου και αγχωνόμαστε μην μας βγάλουν το σπίτι σε πλειστηριασμό, στριγγλίζουμε βουβά κάθε φορά που έρχεται ο ΕΝΦΙΑ ή αν δεν έχουμε σπίτι, ζούμε με το άγχος πώς θα πληρώσουμε εκείνο το υπέρογκο νοίκι για να μην μας πετάξουν στον δρόμο (ναι, ναι, φταίμε που θέλουμε να μένουμε στο κέντρο πόλης και όχι στο μικρό σπίτι στο λιβάδι), χρωστάμε ΕΦΚΑ και τον πληρώνουμε όταν μας μένει κάτι με κίνδυνο την ασφαλιστική μας ικανότητα & την διακοπή της πρόσβασής μας στις υπηρεσίες υγείας.

Δανειζόμαστε ενίοτε από γονείς, αδελφές και φίλους (λες & έχουν & αυτοί ή λες και μας χρωστάνε). Χρησιμοποιούμε πιστωτικές κάρτες με την ελπίδα ότι τον επόμενο μήνα θα πάνε καλύτερα τα πράγματα και τις χρυσοπληρώνουμε μετά. Τσεκάρουμε στο σούπερ μάρκετ τα προϊόντα με ετικέτα σούπερ μάρκετ γιατί είναι φθηνότερα (ποιος θα μας το έλεγε αυτό στα ‘00ς), πάμε με τα πόδια όσο αντέχουμε γιατί για βενζίνη ούτε συζήτηση, έχουμε ξεχάσει το χρώμα των ταξί, η κάρτα των ΜΜΜ ανταλλάσσεται άνετα με μερικά πακέτα τσιγάρα, το χειμώνα κυκλοφορούμε με πάπλωμα στο σπίτι, φουρνίζουμε μόνο στο τσακίρ κέφι (Χριστούγεννα, Πάσχα, Γενέθλια), ρούχα έχουμε να πάρουμε από πριν την καραντίνα (εντάξει, το λιγότερο είναι αυτό), διακοπές με το ζόρι, συναυλίες – σινεμά με το σταγονόμετρο.

Τα ταξίδια που τόσο μας αρέσουν όλο και πιο αραιά. Άσε τις φορές που μας έχουν πάρει για αδυναμία έγκαιρης πληρωμής πάγιων λογαριασμών. Και λέμε, ναι ναι. Θα τα βάλουμε. Έλεος. Και κόβουμε από κάπου και βάζουμε κάτι και άντε πάλι άγχος. Εννοείται δεν υπάρχουν λεφτά για οτιδήποτε έκτακτο πχ. θέμα υγείας (έχω αναβάλλει σφραγίσματα, εγχείρηση πέτρας στην χολή, εξετάσεις θυροειδούς και πάει λέγοντας) ή που έχει να κάνει με σέρβις ή επισκευές: ανάβουν κάτι λαμπάκια στο αυτοκίνητο και λες αφού πάει μην το συζητάς, κόβεται ο ιμάντας του ξύλινου παντζουριού ας πούμε (μου έτυχε προχθές), θα μείνω εκεί, χωρίς παντζούρι να λούζομαι στο φως μέχρι να σβήσει στη κυριολεξία ο ήλιος. Δεν το συζητάμε για βάψιμο σπιτιού. Λες, άστο. Ωραίο και το εκρού του νεκρού. Προτιμάς να βγεις δυο βόλτες, να πιεις δυο ποτά, να κλάψεις την μοίρα σου μαζί με άλλους. Για επισκευές είμαστε τώρα; Επισκευή και πέταμα θέλει όλο το νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα που έχει ροκανίσει τις ζωές μας.

Και να σκεφτείς ότι οι περισσότεροι που ξέρω -και είναι σε αυτή την οριακή κατάσταση- έχουν δουλειά. Δουλειά αξιοσέβαστη. Δημιουργική. Ενδιαφέρουσα. Ξεσκίζονται στην δουλειά για την ακρίβεια για να μπορούν να ανταπεξέλθουν. Ή τελικά και να μην μπορούν. Έσοδα-Έξοδα. 0-1. Παίζει και το άλλο: να είσαι μισθωτός, να πρέπει να σε πληρώσουν την πρώτη του μηνός και να σου λένε: ε και τί έγινε να περιμένεις δυο μέρες. Τι τί έγινε ρε μλκ; Δεν έχω λεφτά. Αυτό έγινε. Για να μην πιάσω τους ανέργους, οι οποίοι ειλικρινά δεν ξέρω πως τα βγάζουν πέρα. Άσε αυτούς που μεγαλώνουν παιδιά. Ήρωες.

Είναι τόσο μεγάλα τα συνεχιζομενα κύματα ακρίβειας στα πάντα που δεν αντέχει κανείς. Τα έξοδα σε βομβαρδίζουν από παντού. Η μόνη περίπτωση για να αντέξει κανείς είναι να έχει στην κατοχή του ακίνητα (κληρονομιά) και να τα νοικιάζει. Ή να έχει μπάρμπα στην Κορώνη. Ή να ξεπλένει χρήμα. Με κανονική δουλειά, δεν βγαίνει ο μήνας. Νέτα σκέτα. Και έρχεται η κυβέρνηση και σου λέει: δεν τα βγάζεις πέρα; Δούλεψε 13ωρο. Δεν είμαστε στα καλά μας.

Ζούμε σε περίοδο κρίσης και λιτότητας εδώ και 15 χρόνια. Ήμουνα νια και γέρασα. Πόσο να αντέξουμε πια; Όπως πρότεινε μια φίλη στο fb, τουλάχιστον να απαιτήσουμε από το κράτος να μας διασφαλίσει στέγη και τροφή, γιατί αλλιώς τα πράγματα θα εκτροχιαστούν. Η ψυχική μας υγεία κλονίζεται καθημερινά, οι κρίσεις πανικού θερίζουν, η κατάθλιψη έχει έρθει για να μείνει και η κυβέρνηση τί κάνει; Αναγγέλλει και άλλους φόρους στους μικροεπαγγελματίες, στους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Φαντάζομαι θα δώσει & κανένα pass για αντιπερισπασμό. Και φοροαπαλλάσει μεγάλους επιχειρηματικικούς ομίλους, στρατηγικούς επενδυτές, εφοπλιστές, τράπεζες, δίνει προκλητικές παροχές στους καναλάρχες. Γιατί άραγε; Τα τελευταία χρόνια επιδεινώνεται η ανισότητα & η φτώχεια. Οι συνθήκες διαβίωσης έγιναν αβίωτες. Και ο κοινωνικός αποκλεισμός καλπάζει.

Η συγκέντρωση του κεφαλαίου και η συσσώρευση του πλούτου είναι στα χέρια ελαχίστων, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και οι πολιτικές λιτότητας κλέβουν ανθρώπινες ζωές. Στα χρόνια του άκρατου οικονομικού νεοφιλελευθερισμού & του αδυσώπητου καπιταλισμού, οι ζωές μας εξαρτώνται από γραφειοκράτες που μετρούν μονάχα κέρδη. Πόσο ακόμα θα το αφήσουμε αυτό να συμβαίνει;

Η οικονομική κατάρρευση είναι εδώ. Το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών διευρύνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα την επιστροφή στον «καπιταλισμό των κληρονομημένων περιουσιών»- έναν καπιταλισμό που κυριαρχείται από μία «αριστοκρατία του πλούτου» όπως γράφει ο Πικετί στο «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα».

Μια νέα τάξη φτωχών αναδύεται. Με τίτλους σπουδών. Με άγχος και γενικευμένο φόβο. Σε κατάσταση απόγνωσης. Με την υπομονή στο κόκκινο. Η ζωή μας είναι τόσο μικρή για να ανεχόμαστε αυτή την κατάσταση ενώ κάποιοι πλουτίζουν εις βάρος μας επιδεικτικά. Και το μεγάλο ερώτημα είναι πότε θα παραδεχτούμε ότι είμαστε φτωχοί; Πραγματικά φτωχοί; Με ρώτησε μια μέρα μια φίλη μου, όταν της έλεγα:
– Ρε συ. Ούτε εγώ έχω λεφτά. Ξεκόλλα. Κάτι θα γίνει, κάποιος θα μας πληρώσει, κάτι θα πληρώσουμε και άντε πάλι.
-Και τί εννοείς δεν έχεις λεφτά; Εγώ δεν έχω τίποτα στην τράπεζα. Δεν κάνω πλάκα.
– Ούτε και εγώ, εννοείται. Ποια τράπεζα; Ποια αποταμίευση; Δουλευόμαστε μεταξύ μας; Με γυρνάς ανάποδα και παίζει να πέσει κανένας αναπτήρας μόνο. Ούτε ευρώ.

Εντέλει κάπως, με κάποιο τρόπο τα βγάζουμε πέρα. Κάπως την βρίσκουμε την άκρη. Αλλά το ζήτημα είναι μέχρι πότε.

Ας παραδεχτούμε ότι η φτώχεια, μαζί με την υπομονή μας, έχει χτυπήσει κόκκινο. Μετά από χρόνια άρνησης, θυμού, διαπραγμάτευσης και κατάθλιψης, ήρθε η στιγμή της αποδοχής. Που οφείλει να συνοδεύεται από ξεσηκωμό. Ήρθε η στιγμή που πρέπει να βγούμε στους δρόμους –συντεταγμένα – και να διεκδικήσουμε τις ζωές μας. Μα αλήθεια τι περιμένουμε; Ας ξεκινήσουμε με μια διαρκή καθιστική διαμαρτυρία στο Συνταγμα, να παραλύσει ο τόπος. Τίποτα λιγότερο. Ας βγούμε έξω μαζικά να δούμε πόσους αγγίζει η φτώχεια. Να μετρηθούμε. Θα είμαστε πολλοί. Και οι πολλοί ας γίνουμε κίνημα διεκδίκησης των αυτονόητων για μια κοινωνία υψηλών προσδοκιών.

«Ένα κίνημα είναι κάτι που προκύπτει από τα αθροίσματα τα οποία δεν γίνεται να εξαχθούν από τα ίδια του τα μέλη. Προκύπτει από το άθροισμα που δεν μπορούν να υπολογίσουν οι αντίπαλοί του. Κινείται σε διαστάσεις οι οποίες είναι απολύτως μη προβλέψιμες. Κάνει να τα χάνουν ακόμα και όσοι μπορούν να προβλέπουν. Έβρεχε τις μέρες εκείνες και η πόλη είχε γίνει τεράστια. Εγώ ήθελα να συλλάβω το κίνημα μέσα σ’ ένα ποίημα και δεν τα κατάφερνα. Ευτυχώς άλλοι τα κατάφεραν. Άλλοι που είχαν γράψει πριν σε άλλες πόλεις, όπου επίσης έβρεχε: “Πού να βρίσκεται άραγε το ακρογιάλι που μας περιμένει;” είχε πει τότε ο συχνά γραφικός τύπος από το Γιουκατάν, ο Χοσέ Πεόν Κοντρέρας, που ως τότε ήταν μονάχα το όνομα μιας λεωφόρου». Paco Ignacio Taibo II / ’68 Μεξικό (μτφ Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Άγρα)

*Η Τζίνα Σωτηροπούλου είναι αρχιτέκτονας.

Πηγή: Η ΣΦΗΚΑ