Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑΡΘΡΑΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μην μασάτε το χάπι… Μπορούμε ακόμα

Δεν συνηθίζω να λέω οι παλιές καλές εποχές, γιατί πολύ απλά όλες οι εποχές είναι καλές και κακές. Επί πλέον οι μεγαλύτεροι άνθρωποι με το να λένε αυτή τη φράση, είναι λες και τη σημερινή κατάντια την προκάλεσαν τα παιδιά που γεννήθηκαν τώρα, και δεν είναι απόρροια της κακής διαχείρισης του κόσμου από τους προηγούμενους.



 

Όμως μερικές φορές υπάρχουν εκείνα τα πράγματα που νοσταλγώ, όχι γιατί τα έχασα εγώ αλλά γιατί ήταν μικρές καθημερινές συνήθειες που έδιναν νόημα σε κάτι που προσπαθούν με κάθε τρόπο να αφαιρέσουν από τις επόμενες γενιές, τη δυνατότητα να γεννάς βαθιά συναισθήματα, να έχεις σε εγρήγορση τους μηχανισμούς της ψυχής και να τη ποτίζεις συνέχεια.

Σήμερα έχουμε όμορφα σώματα με διψασμένες, αφυδατωμένες ψυχές. Έχουμε τέλεια πρόσωπα που δεν μπορούν να κάνουν συσπάσεις. Έχουμε περισσότερα ρούχα αλλά δεν έχουμε ασπίδες προστασίας.

Το τηλέφωνο ήταν μια συσκευή που χρησίμευε να πεις απλά σε κάποιον.. θέλω να σε δω, έρχομαι τώρα από εκεί γιατί μου λείπεις και πρέπει να σε δω. Χρησίμευε καμιά φορά τα μοναχικά βράδια να ακούσεις μια φωνή από την άλλη γραμμή να σου λέει “είμαι εδώ”.

Η τηλεόραση υπήρχε, αλλά ήταν τόπος συνάντησης, συντροφιάς, γέλιου. Γύρω της δεν υπήρχαν τρομοκρατημένοι άνθρωποι, εγκλωβισμένοι, υπήρχε μια οικογένεια, μια παρέα που διασκέδαζε με μια κωμωδία ή δάκρυζε με ένα δράμα, υπήρχαν άνθρωποι σε απομακρισμένα χωριουδάκια που μάθαιναν πράγματα, κι όταν έβλεπες τη ταινία, το θεατρικό, τη σειρά, την είδηση, μετά έκλεινε κι ακολουθούσε συζήτηση μέχρι το ξημέρωμα.

Για τα γενέθλια, για ένα γάμο, για μια γέννηση, γινόταν γιορτή στο σπίτι, ή σε ένα συνοικιακό ταβερνάκι, Με κρασοκατάνυξη, ανθρώπους να γλεντάνε, να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται χωρίς να είναι καρφωμένοι πάνω σε μια οθόνη, χωρίς να χρειάζεται να νοικιάσουν ένα απρόσωπο χώρο, τυποποιημένο πληρώνοντας ένα μάτσο λεφτά για να βγάλουν απλά μια υποχρέωση.

Θυμάμαι μια φορά ήμουν μικρό κοριτσάκι, η μάνα μου είχε την έμπνευση να φτιάξει ένα ωραίο γιουβέτσι. Όμως εκείνους τους καιρούς όταν έφτιαχνες ένα ωραίο φαΐ δεν μπορούσε να πάει κάτω έτσι ξερά αν δεν είχες μια παρέα να πιεις λίγο κρασάκι και να πεις τις κουταμάρες σου. Τηλεφώνησε στη φιλενάδα να έρθει με τον άντρα της και τα παιδιά της, εκείνη έφερε και την αδελφή της με την οικογένεια της, ακούσανε και οι φίλοι από δίπλα και ετοίμασαν ότι είχαν πρόχειρο να προσφέρουν και σιγά σιγά πρέπει να μαζεύτηκαν στο σπίτι καμιά τριανταριά άτομα! Ότι υπήρχε στο ψυγείο και στα ντουλάπια μπήκε στη μέση. Ο μερακλής φίλος όπως πάντα έφερε και το καφάσι με τις μπύρες, κι ο άλλος κρασί, και κάποια άλλη το ταψί με τη καρυδόπιτα.

Τότε υπήρχε το πικ -απ , κι εμείς μόλις το είχαμε αγοράσει και είχαμε μόνο ένα δίσκο 45 στροφών “το άναψε το τσιγάρο δως μου φωτιά”.. ε αυτό το κομμάτι, μετά τα μεσάνυχτα έπαιζε συνέχεια και κατόρθωσαν να το χορέψουν (τύφλα όλοι) τσιφτετέλι, καλαματιανό, τσάμικο, ταγκό, σάμπα, ζεϊμπέκικο (φαντασία και χιούμορ που ξεχείλιζε ρε φίλε) , μετά κάποιος πήγε και ντύθηκε γκόμενα και έγινε πανζουρλισμός, το απλό φαΐ κατέληξε ξημερώματα σε καρναβάλι και στο τέλος επειδή δεν είχαν τίποτα άλλο να πιουν, ήπιαν το φουκαριάρικο το σιρόπι για το βήχα που μας είχε δώσει η παιδίατρος!!!

Εμείς ήμασταν καμιά δεκαριά πιτσιρίκια σε ένα διπλανό δωμάτιο που είχαμε δει το Θεό. Μας άφησαν να ξενυχτίσουμε, να χορέψουμε να διασκεδάσουμε με τους μεγάλους (μόνο μπύρα δεν μας άφησαν να πιούμε και κατουριόμασταν από τη πολλή πορτοκαλάδα!)

Οι άνθρωποι που βρισκόντουσαν σε εκείνο το δωμάτιο ήταν εργάτες, δεν είχαν καν λεφτά να επιτρέψουν στον εαυτό τους άλλες διασκεδάσεις υψηλού επιπέδου, αλλά ποιος νοιαζόταν? Δε θυμάμαι ποτέ να χρειάστηκε καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια για να μπει στο σπίτι μου το γέλιο… Στις ψυχές υπήρχε χώρος για όλα. Για δάκρυ, για χαμόγελο, για έρωτα.. υπήρχε αυτό που ονομάζουμε λαχτάρα για τη ζωή ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.

Δεν ωραιοποιώ δύσκολους καιρούς, δεν θέλω να δώσω άφεση αμαρτιών σε όλες τις άσχημες επιλογές που οδήγησαν στη σημερινή θλίψη, απλά οι άνθρωποι είχαν ακόμη δυνάμεις να δημιουργούν μόνοι τους τη καθημερινότητα τους χωρίς να χρειάζονται τα δεκανίκια από ένα χαζοκούτι και μερικά χιλιόμετρα καλώδια.

ΔΕΝ ΗΜΑΣΤΑΝ ΑΚΟΜΗ ΚΑΛΩΔΙΟΜΕΝΟΙ.

Τα σύρματα που βάζαμε ανάμεσα μας ήταν λόγος, συναίσθημα, σκέψη, πράξη. Κι ο καθένας είχε το περιθώριο να δει από τι υλικό θα ήταν τα σύρματά του και πόσο περιθώριο θα άφηνε να τον τυλίξουν. Το κακό είναι πως οι άνθρωποι πίστευαν πως θα είναι έτσι για πάντα, αλλά εκείνοι που έπαιρναν τα ηνία της εξουσίας στα χέρια τους και υπηρετούσαν το τέρας της απληστίας, τους κέρδους, της φονικής ματαιοδοξίας.. ενώ οι απλοί άνθρωποι έκαναν βηματάκια , εκείνοι έκαναν άλματα προγραμματισμού για να χτίσουν το μέλλον που βλέπουμε σήμερα, όπως και τώρα έχουν ήδη σχεδιάσει το αύριο, μέχρι να μην μείνει κανένας δίσκος στο πικ-απ να παίζει.

Σχεδιάζουν ένα μέλλον σιωπής των αμνών, που δεν θα υπάρχουν γείτονες, ούτε ο μερακλής που θα φέρνει τις μπύρες, ούτε ο φίλος στην άλλη άκρη της γραμμής τις μοναχικές νύχτες..

Το παράλογο είναι πως εμείς σαν Έλληνες αυτή τη φωτιά, αυτό το κέφι, αυτή τη τρέλα της ζωής την έχουμε μέσα μας, δεν μπορεί να φύγει, είναι η ιδιοσυγκρασία μας, το καλούπι μας.. και γι΄αυτό γίνεται μεγάλη προσπάθεια να ξεριζωθεί με κάθε τρόπο. Γίνεται προσπάθεια να μάθουμε να τρώμε προ ψημένη τροφή, να ακούμε κονσερβοποιημένα τραγούδια, να προσκυνήσουμε γελοία ινδάλματα και άχρωμους ανόητους ανθρώπους, να εξαφανίσουμε όποια έννοια ουσιαστικής παιδείας, να εξαφανίσουμε τη λαϊκή παράδοση, τους μύθους μας, την ιστορία μας.

Βλέπουν πως ακόμα και με όλα τα δεδομένα διαφορετικά, τα παιδιά μας βρίσκουν έστω και με όποιο μέσον το τρόπο να γελάνε, να κάνουν τις τρέλες τους, βλέπουν ακόμα ανθρώπους τσακισμένους από τα μνημόνια και τη μπότα πάνω στη μούρη, να βρίσκουν χρόνο να γεμίζουν μια καφετέρια και να “τα λένε”. Τυχαίο που το τσιγάρο, σύμβολο συντροφιάς και αμαρτίας θα αφαιρεθεί και από τους τόπους διασκέδασης? Δεν ενδιαφέρονται για τους μη καπνιστές μην εισπνέουν καπνό, μην είστε κορόιδα, αυτό που ποντάρουν είναι ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΝ ΤΗ ΠΑΡΕΑ.

Δεν ενδιαφέρονται για την υγεία των παιδιών και τα βάζουν να κάνουν εξετάσεις και να χαπακώνονται από την εφηβεία, ενδιαφέρονται να σπάσουν εκείνη τη παράδοση που ο Έλληνας είχε το θράσος να αψηφά και την αρρώστια και το θάνατο. Για να μην μπορείς να αντισταθείς σε τίποτα πρέπει να σου πάρουν το μεγαλύτερο δώρο της φυλής. Τη ιερή τρέλα. Τη φαντασία, τη δημιουργικότητα. Τυχαίο που τα καλύτερα μυαλά αναγκάστηκαν να πάνε σε άλλα μέρη?

Τυχαίο που η τροφική επάρκεια της χώρας τσακίστηκε και φέρνουμε λάδι από τη Γερμανία.. λεμόνια από την Αργεντινή, ντομάτες από τη Αφρική και σκόρδα κινέζικα? Τυχαίο που εξαφανίστηκαν τα αρχαία ελληνικά, που εξαφανίστηκε το πολυτονικό, και αυτά τα γελοία γκρίγκλις (και το γράφω έτσι για τη γελοιότητα) μοιάζουν ποιοι οικεία στα νέα παιδιά από τη γλώσσα τους? Τυχαίο που ξαφνικά ποιητές και φιλόσοφοι έγιναν στα μάτια των παιδιών τύποι κουραστικοί και φαιδροί, που η Ελληνίδα προσπαθεί απεγνωσμένα να μοιάσει στις φουσκωτές χολυγουντιανές κούκλες και τα αγόρια στους ακατοίκητους μποντιμπιλντεράδες των γυμναστηρίων?

Τυχαίο που οι γλάστρες στη τηλεόραση είναι διαλεγμένες όλες μία και μία να μην ξεφεύγουν ούτε χιλιοστό από τα πρότυπα της μαζικοποιημένης κακογουστιάς? Προσπαθούν να πείσουν τους νέους πως ένα σκελετωμένο μοντέλο είναι ωραιότερο από ένα φυσικά όμορφο καλλίγραμμο σώμα. Για να είσαι καλλίγραμμος πρέπει να έχεις .. γραμμές αλλιώς ονομάζεσαι κρεμάστρα. Για να έχεις γοητεία πρέπει να ξέρεις να συνδυάζεις, λόγο, κινήσεις, τρόπο έκφρασης. Η γοητεία, η ομορφιά είναι ένα σύνολο που βγαίνει από έξω και από το μέσα. Δεν είναι ένα κιλό πλαστικούρα.

Δεν μπορώ να συνεχίσω όλο το κατάλογο γιατί θα χρειαζόντουσαν πολλές σελίδες.
Αυτή είναι η νοσταλγία μου. Όχι μια αλάνθαστη εποχή.. αλλά μια εποχή που οι άνθρωποι είχαν ακόμα τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν το λάθος.

fantastikeskatastaseis